- νομιναλιστής
- οθηλ. -ίστρια οπαδός της θεωρίας του νομιναλισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομιναλιστής — ο, θηλ. νομιναλίστρια οπαδός τής θεωρίας τού νομιναλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. nominaliste < λατ. nominal < nomen, inis «όνομα» + ιστής] … Dictionary of Greek
Γκούντμαν, Νέλσον — (Nelson Goodman,1906 – 1998). Αμερικανός φιλόσοφος. Ο Γ. προσέγγισε τη φιλοσοφική αντίληψη της φαινομενοκρατίας και ήταν υπέρμαχος ενός υπερβολικού νομιναλισμού (ονοματοκρατίας), σύμφωνα με τον οποίο τα πράγματα, οι ποιότητες, ακόμα και οι… … Dictionary of Greek
νομιναλιστικός — ή, ό [νομιναλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομιναλισμό ή στον νομιναλιστή … Dictionary of Greek